28 Φεβρουαρίου 2010

Λίμνη Κάρλα: Μια διαδρομή από το χθες έως το σήμερα


Η λίμνη Κάρλα, η Βοιβηίς, όπως ήταν γνωστή στην αρχαιότητα, είχε πάρει το όνομά της από την πόλη Βοιβηί της αρχαίας Θεσσαλίας, η οποία καταλάμβανε το νοτιοανατολικό τμήμα της Ανατολικής Θεσσαλίας. Η λίμνη δημιουργήθηκε από καθίζηση η οποία δημιούργησε μια περιοχή χαμηλού ύψους, όπου συγκεντρώνονταν τα νερά των γύρω ορεινών όγκων. Η λίμνη κάλυπτε μια έκταση 65.000-130.000 στρεμμάτων, η οποία μεταβάλλονταν από τις βροχοπτώσεις και τις γενικότερες μεταβολές του κλίματος. Στα προϊστορικά χρόνια κατέκλυζε μία περιοχή η οποία εκτείνονταν από το ανατολικό άκρο της πεδιάδας και έφτανε περίπου ως τη σημερινή Όσσα. Το βάθος της εξαρτιόταν επίσης από τις κλιματολογικές συνθήκες, καθώς στη Μέση Νεολιθική εποχή η στάθμη της υπολογίζονταν γύρω στα 50 μέτρα, ενώ στις αρχές της εποχής του χαλκού ήταν κάτω από τα 50 μέτρα και στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής ξεπερνούσε τα 64 μέτρα.
Η λίμνη υμνήθηκε από τον Πίνδαρο, τον Ευρυπίδη, τον Οβίδιο, τον Στράβωνα, τον Όμηρο και άλλους. Συνδέθηκε με τον θεό Απόλλωνα και τον «Φοίβο», όπου στην περιοχή ερωτεύτηκε την Κυρήνη, την καλλονή Δάφνη και με την Κορωνίδα, κόρη του βασιλιά Αλεγύα, γέννησε τον φημισμένο στην αρχαιότητα γιατρό Ασκληπιό. Πέρασμα για τους ήρωες και τους ημίθεους όπως οι Αμαζόνες, ο Ηρακλής και ο Θησέας και μούσα έμπνευσης για τους ποιητές, η αρχαία Βοιβηίς υπήρξε μία από τις σημαντικότερες λίμνες του ελλαδικού χώρου και ένα μοναδικό φυσικό τοπίο, όπου τα διάσπαρτα ανθρώπινα ίχνη μαρτυρούν μία διαχρονική εγκατάσταση και μια αξιόλογη πολιτισμική πορεία ανά τους αιώνες.
Ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια έργων επανα-δημιουργίας ταμιευτήρα της λίμνης φανερώνουν τον πολιτισμικό πλούτο της ευρύτερης περιοχής. Αρχαίοι οικισμοί και λείψανα μαρτυρούν μια διαχρονική κατοίκηση στο χώρο από τη Νεότερη Νεολιθική εποχή, την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο, φτάνοντας ως και τα Βυζαντινά χρόνια. Σταδιακή εγκατάλειψη της περιοχής παρατηρείται στο τέλος της εποχής του χαλκού και συνεχίζεται ως την ύστερη Ελληνιστική περίοδο. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια αποκαλύπτουν τη συνεχή οικιστική χρήση του χώρου και τις κύριες ασχολίες των κατοίκων που ήταν η γεωργία και η αλιεία.
Κύρια παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων παρέμεινε η γεωργία και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, ενώ η αλιεία περιορίστηκε και λειτούργησε ως μία παραπληρωματική δραστηριότητα που θα αποκτήσει εμπορευματικό χαρακτήρα αργότερα. Στα έτη 1757-1774 την εκμετάλλευση των αλιευμάτων της λίμνης την είχαν σύμφωνα με απόφαση του σουλτάνου μόνο οι Καναλιώτες, οι οποίοι έπρεπε να αποδίδουν και τον αντίστοιχο φόρο.
Στα νεότερα χρόνια αναπτύχθηκε ένας πρωτότυπος για την εποχή και μοναδικός στο είδος του λιμναίος οικισμός, που θύμιζε πανάρχαιους πολιτισμούς και άκμασε ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Ο λιμναίος αυτός πολιτισμός ήταν ένας πολιτιστικός θησαυρός που συγκέντρωνε την πείρα και τις γνώσεις της κοινωνικής ζωής των κατοίκων και συνέβαλε στη διαμόρφωση του ιστορικού «γίγνεσθαι» της περιοχής. Ο λιμναίος οικισμός ήταν ένα χωριό με περισσότερες από 100 καλύβες, φτιαγμένες από ντόπια καλάμια, όπου ζούσαν μόνο άντρες (κυρίως Καναλιώτες). Οι ψαράδες έμεναν εκεί από τον δεκαπενταύγουστο ως την Κυριακή των Βαΐων ψαρεύοντας με δίχτυα (τα οποία έφτιαχναν γυναίκες) και ψαροπαγίδες από καλάμια. Οι ψαράδες περνούσαν σχεδόν όλο το χρόνο στη λίμνη και σταματούσαν τρεις μήνες το ψάρεμα λόγω της περιόδου της αναπαραγωγής των ψαριών. Αξιοσημείωτες ήταν και οι βάρκες της Κάρλας, τα «καράβια» όπως τα έλεγαν οι ντόπιοι, με το χαρακτηριστικό δοκάρι που υποβάσταζε τα κουπιά. Το σχήμα τους ήταν αρμονικά συνδεδεμένο με το περιβάλλον και αποτελούσαν ζωτικό κομμάτι της ντόπιας ναυπηγικής.
Όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον, η λίμνη Κάρλα ήταν μια περιοχή πλούσιας χλωρίδας και πανίδας, που υποστήριζε και μια αξιόλογη βιοποικιλότητα. Λίγο πριν την αποξήρανσή της, το 1960, είχαν καταγραφεί περίπου 430.000 διαχειμάζοντα παρυδάτια πουλιά, με κυριότερα την βαλτόπαπια, τους αργυροπελεκάνους, τα βουτηχτάρια, τις μαυρόκοτες, τις φαλαρίδες και άλλα. Πολύ γνωστά ήταν επίσης και τα ψάρια της Κάρλας, γνωστά ως «καρλιώτικα» ή «καρλίσια» ψάρια, η φορολογούμενη ποσότητα των οποίων έφτανε τις καλές χρονιές και τους 900 τόνους. Τα ψάρια της λίμνης τροφοδοτούσαν τα χωριά της Μαγνησίας, ήταν περιζήτητα σε όλη την Ελλάδα και έφταναν ως και τη Βουλγαρία. Τα κυριότερα είδη ψαριών που ζούσαν στη λίμνη ήταν ο κυπρίνος (γιβράδι), το τσιρώνι, η κοκκινοφτέρα, οι πεταλούδες, οι πλατίτσες, τα φιδόψαρα, μερικά χέλια και άλλα. Γύρω από τη λίμνη υπήρχαν επίσης πολλά ζώα όπως βίδρες, τσακάλια, αγριογούρουνα, λύκοι και αλεπούδες καθώς και πολλά είδη ερπετών.
Όμως αυτός ο επίγειος παράδεισος δε θα κρατήσει για πολύ. Η ελονοσία από τα στάσιμα νερά που είχαν συγκεντρωθεί από τις συνεχόμενες πλημμύρες εκείνης της περιόδου, η μείωση της αλιείας, η πτώση της στάθμης των νερών, η επιθυμία αύξησης του εισοδήματος των κατοίκων με την καλλιέργεια των αποξηραμένων εκτάσεων αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες ήταν μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν στην αποξήρανση της λίμνης το1962. Το 1955 συγκεκριμένα, η πολιτεία αποφάσισε την αποξήρανση της λίμνης με μία σήραγγα, που θα διοχέτευε τα νερά της λίμνης στον Παγασητικό κόλπο. Το 1957 ξεκίνησε η κατασκευή της σήραγγας και το 1960 άρχισε η εκκένωση της λίμνης, η οποία ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο χρόνια. Το συνολικό έργο, ωστόσο, προέβλεπε τη δημιουργία ταμιευτήρα 65.000 στρεμμάτων και την κατασκευή αποστραγγιστικού αρδευτικού δικτύου, έργα τα οποία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Τα χωράφια που προήλθαν από την εκκένωση της λίμνης δεν αύξησαν τα εισοδήματα των κατοίκων όπως αναμένονταν και δεν απέδωσαν τα απαιτούμενα οφέλη, αφού με τις πρώτες βροχές τα κτήματα πλημμύριζαν και γίνονταν βούρκος. Οι ψαράδες της Κάρλας έμειναν χωρίς κανένα εισόδημα και έγιναν εκ των πραγμάτων γεωργοί για να επιβιώσουν. Τα αποτελέσματα για τη φύση όμως ήταν ακόμη πιο επώδυνα. Ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας άρχισε να μειώνεται, τα άλατα που είχαν συσσωρευτεί στο έδαφος από την πρώην λίμνη κατέστρεψαν την ποιότητα των στρωμάτων του εδάφους, τα νερά σε ορισμένα σημεία έγιναν υφάλμυρα και δημιουργήθηκαν ρήγματα μεγάλου μήκους στην ευρύτερη περιοχή. Παρατηρήθηκαν επίσης έντονες κλιματολογικές αλλαγές, αδυναμία υδροδότησης των οικισμών και της πόλης του Βόλου, ο Παγασητικός κόλπος δέχτηκε μέσω των στραγγιστικών νερών μεγάλα φορτία λιπασμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων που διατάραξαν το οικοσύστημά του, καθώς παρουσιάστηκαν συμπτώματα ευτροφισμού, ενώ τα λιγοστά ψάρια που είχαν επιβιώσει στους μικρούς ταμιευτήρες της πρώην λίμνης, κάθε φορά που αυτοί πλημμύριζαν και διοχετεύονταν τα νερά τους μέσω του χείμαρρου Ξηριά στον Παγασητικό, έβρισκαν τραγικό θάνατο στον μολυσμένο από φυτοφάρμακα χείμαρρο.
Μπροστά σ’ αυτές λοιπόν τις τρομακτικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις το ΥΠΕΧΩΔΕ ως αρμόδιο υπουργείο για το περιβάλλον κατέληξε στην επαναδημιουργία της λίμνης σ’ ένα τμήμα έκτασης 38.000 στρεμμάτων. Η νέα λίμνη λοιπόν που πρόκειται να δημιουργηθεί θα γίνει στο χαμηλό τμήμα της περιοχής της παλαιάς και θα περιβάλλεται από τους γύρω ορεινούς όγκους και τα αναχώματα. Τέσσερις συλλεκτήρες μήκους 39 χλμ, καθώς και τα χειμερινά νερά του Πηνειού ποταμού και του φράγματος της Γυρτώνης που κατασκευάστηκε έξω από τη Λάρισα θα τροφοδοτούν τη λίμνη με νερό. Μέσα στη λίμνη θα δημιουργηθούν τρία τεχνητά νησάκια, κωπηλατοδρόμιο και χώρος αναπαραγωγής των ψαριών. Η περιοχή γύρω από τη λίμνη θα φυτευτεί και θα δημιουργηθεί ένα αντάξιο φυσικό οικοσύστημα. Οι αρχαιολογικοί χώροι θα διαμορφωθούν κατάλληλα, προβάλλοντας το παρελθόν της περιοχής, ενώ έργα υποδομής (όπως κέντρο πληροφόρησης Μουσείου) και αναψυχής θα συνοδεύουν το συνολικό έργο.
Η επαναδημιουργία της λίμνης θα αποκαταστήσει ενέργειες και λάθη του παρελθόντος. Ο άνθρωπος στο παρελθόν παραβίασε τους νόμους και τις αρχές της φύσης, χωρίς να σεβαστεί τη νομοτέλειά της, καταστρέφοντας τους σκοπούς και την ομορφιά της. Η αμφίδρομη σχέση όμως του ανθρώπου με τη φύση πέρασε πολλές διακυμάνσεις και έφτασε κάποια στιγμή στο σημείο ο άνθρωπος να καταλάβει ότι η φύση είναι η μεγάλη τροφός και αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα της πολιτισμικής και πνευματικής του προόδου. Η επαναδημιουργία της λίμνης Κάρλας, ύστερα από σαράντα χρόνια, αποτελεί ένα μοναδικό επίτευγμα παγκόσμιας σημασίας, είναι η αποκατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον και η αναγνώριση των μοναδικών φυσικών, πολιτιστικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών που διαμορφώθηκαν διαχρονικά στη λίμνη Κάρλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου