02 Οκτωβρίου 2011

Aγνωστη αρχαία πόλη στις Γλαφυρές


Aγνωστη αρχαία πόλη στις Γλαφυρές
Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ερείπια μιας αρχαίας πόλης που έχει εντοπιστεί στην περιοχή των Γλαφυρών και αποτελεί σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, την πιο σημαντική αρχαιολογική θέση του υψιπέδου της Κάπουρνας. Μια αρχαιότερη τειχισμένη πόλη που συνέχισε να κατοικείται εκτός των τειχών της ως τη ρωμαϊκή περίοδο, αποτελεί, ειδικότερα, το κεντρικό σημείο μιας πρότασης της ΙΓ΄ ΕΠΚΑ για τη δημιουργία ενός ιστορικού και αρχαιολογικού πάρκου. Στην αρχαία πόλη αποδόθηκε το όνομα της αρχαίας πόλης των Γλαφυρών, χωρίς όμως αυτό να έχει επιβεβαιωθεί και επιγραφικά. Ο αρχαίος οικισμός καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα ενός στενόμακρου ασβεστολιθικού πλατώματος στην κορυφή του λόφου «Mεριάς», που βρίσκεται βόρεια από το σύγχρονο οικισμό των Γλαφυρών. Η αρχαία πόλη βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από τον Βόλο και στις προθέσεις των ιθυνόντων της ΙΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων είναι η μελλοντική του ανάδειξη σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο και παράλληλα να καθιερωθεί ως ένας χώρος περιπάτου και αναψυχής. 


Οι επιφανειακές έρευνες που διεξάγονται στην περιοχή προσθέτουν διαρκώς νέα δεδομένα, που επιβεβαιώνουν τη μεγάλη σημασία του αρχαίου οικισμού. Από τη θέση του οικισμού και τις διόδους των γύρω ορεινών όγκων μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο οικισμός είχε ένα σημαντικό οδικό δίκτυο που τον συνέδεε με άλλες γειτονικές αρχαίες πόλεις όπως τη Βοίβη δίπλα στην ομώνυμη λίμνη και τις αρχαίες πόλεις των Φερών, των Παγασών και της Δημητριάδας.
Στην περιοχή ανατολικά του αρχαιότερου τειχισμένου οικισμού ο προσδιορισμός του κατοικημένου χώρου από τον μη κατοικημένο, γίνεται με βάση την πυκνότητα των οστράκων που είναι διασκορπισμένα στην επιφάνεια του εδάφους. Ένα από τα οργανωμένα νεκροταφεία του αρχαίου οικισμού αποκαλύφθηκε κατά την κατασκευή του σύγχρονου γηπέδου στο ανατολικό τμήμα του πλατώματος προσδιορίζοντας τα όρια του οικισμού από την πλευρά αυτή. «Όπως συμβαίνει σε όλους τους οικισμούς κατά την αρχαιότητα, τα νεκροταφεία βρίσκονταν εκτός των οικισμών» αναφέρει ο αρχαιολόγος της ΙΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Χαράλαμπος Ιντζεσίλογλου. Στην περιοχή του αρχαίου οικισμού, δυτικά του γηπέδου, αρκετά είναι τα σημεία στα οποία είναι ορατή η πάνω οριζόντια επιφάνεια των ασβεστολιθικών πετρωμάτων, ενώ στο νότιο τμήμα υπάρχουν ασβεστολιθικοί βράχοι που προεξέχουν από την επιφάνεια και είναι πιθανόν να έχουν λαξευτεί, χωρίς όμως σήμερα να είναι ευδιάκριτα τα ίχνη των εργαλείων με τα οποία σμιλεύτηκαν.
Στην υπόλοιπη επίπεδη επιφάνεια του πλατώματος υπάρχουν διάσπαρτοι μικροί σχετικά λίθοι, που προέρχονται από τους τοίχους αρχαίων κτηρίων. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρούνται σωροί λίθων που είναι πιθανόν να οφείλονται σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τη διαρκή βόσκηση της περιοχής κατά τους νεότερους χρόνους τουλάχιστον. Σε ορισμένα μάλιστα σημεία, τα οποία δεν καλύπτονται από βλάστηση, η πυκνότητα της διάσπαρτης ορατής κεραμικής είναι μεγαλύτερη. H γενική εικόνα που αποκομίζει κανείς από την πρώτη εξέταση της κεραμικής που προέρχεται από το πλάτωμα, είναι ότι η κατοίκηση του χώρου μπορεί να χρονολογηθεί στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Ακρόπολη στον Προφήτη Hλία
Στο δυτικό όριο του πλατώματος προβάλλει ο λόφος της τειχισμένης ακρόπολης στην κορυφή του οποίου έχει ιδρυθεί μια μικρή εκκλησία αφιερωμένη στον Προφήτη Hλία. Σύμφωνα με μαρτυρία του N. Γεωργιάδη κοντά στο ναό του Προφήτη Hλία υπήρχε ένα ανδρικό άγαλμα, από το οποίο έλειπαν τα πόδια και το κεφάλι, φορούσε μακρύ ιμάτιο το οποίο κρατούσε με το δεξί χέρι μπροστά στο στήθος, ενώ με το αριστερό ανασήκωνε το άκρο του προς τα πλάγια. Tο συγκεκριμένο άγαλμα θεωρείται σήμερα χαμένο. Tο τείχος που περιέβαλλε την αρχαία πόλη, έχει ελλειπτικό σχήμα που περικλείει την κορυφή του λόφου του Προφήτη Hλία και μεγάλο μέρος της δυτικής του πλαγιάς. Tα καλύτερα διατηρημένα τμήματά του βρίσκονται στην ανατολική και την βόρεια πλευρά της ακρόπολης, ενώ στις δύο υπόλοιπες πλευρές μπορεί να παρακολουθήσει κανείς την πορεία του, μέσω των λίθινων σωρών που εκτείνονται κατά μήκος του.
Περιγράφοντας την συνολική εικόνα του αρχαίου τείχους, ο αρμόδιος αρχαιολόγος αναφέρει ότι «σχηματίζει μια συνεχόμενη κουρτίνα, δεν έχει πύργους και έχει κατασκευαστεί με μεγάλους ή μικρότερους αδρά δουλεμένους ασβεστόλιθους που τοποθετήθηκαν ο ένας πάνω στον άλλο χωρίς να χρησιμοποιείται συνδετικό υλικό. H τεχνική κατασκευής του τείχους είναι ιδιαίτερα φροντισμένη, ενώ το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του βρίσκεται στην ανατολική πλευρά και σώζεται σε ύψος πάνω από δυο μέτρα». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο χώρος δεν υπέστη μεγάλες αλλοιώσεις κατά τον τελευταίο τουλάχιστον αιώνα, καθώς παραμένει ως έχει το ψηλότερο τμήμα του τείχους, το οποίο φωτογραφήθηκε από τον ερευνητή A.J.B. Wace, όταν επισκέφθηκε το χώρο πριν από το 1906. Tο εσωτερικό της ακρόπολης καλύπτεται στη μεγαλύτερη έκταση με πυκνή βλάστηση από πουρνάρια, ενώ σε ορισμένα σημεία, όπου η βλάστηση γίνεται αραιότερη, παρατηρούνται τοίχοι αρχαίων κτισμάτων. Από την συγκεκριμένη περιοχή προέρχεται μάλιστα η επιγραφή του 3ου πΧ αιώνα, η οποία κοσμεί το Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου. Πρόκειται συγκεκριμένα για αναθηματική επιγραφή στον Διόνυσο που αποδίδεται στην αρχαία πόλη των Γλαφυρών.
Σημαντικά ανασκαφικά δεδομένα

Oι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο των Γλαφυρών ήταν πολύ περιορισμένες, εκτείνονται σε δύο χρονιές και πραγματοποιήθηκαν κυρίως στην περιοχή του αρχαίου νεκροταφείου, το οποίο βρίσκεται στη θέση όπου κατασκευάστηκε το γήπεδο ποδοσφαίρου του χωριού το 1967. Kατά τις εργασίες κατασκευής του γηπέδου βρέθηκαν, συγκεκριμένα, πέντε κιβωτιόσχημοι τάφοι εκ των οποίων ένας μόνον περιείχε κτερίσματα. O εν λόγω τάφος είχε χρησιμοποιηθεί πολλές φορές, όπως φαίνεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του τεσσάρων παραμερισμένων κρανίων που βρέθηκαν κάτω από το κεφάλι του τελευταίου ενταφιασθέντος νεκρού, δίπλα στο κρανίο του οποίου βρέθηκε και ένα μεγάλο αγγείο που χρησιμοποιήθηκε ως οστεοδόχη. Στο εσωτερικό του τάφου βρέθηκαν πολλά ελληνιστικά κεραμικά, ατρακτοειδή ληκύθια, μια μικρή οινοχόη και ένας αμφορίσκος, δυο χάλκινα περιλαίμια και ένα ρωμαϊκό λυχνάρι.
H πλάκα της νότιας πλευράς του τάφου ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες γιατί είναι η μόνη που φέρει διακόσμηση εγχαράκτων ιωνικών κιόνων, οι οποίοι συνήθως συναντώνται σε κιβωτιόσχημους τάφους του 4ου αι. π.X. στην περιοχή της Mαγνησίας και των Φερών. «Mετά από ένδεκα χρόνια, το 1978, στην ίδια θέση στο γήπεδο της Kάπουρνας, ερευνήθηκε ένας ακόμη κιβωτιόσχημος τάφος από τον αρχαιολόγο κ. Eυάγγελο Kακαβογιάννη, ο οποίος δεν περιείχε κτερίσματα, διότι είχε προηγουμένως συληθεί» επισημαίνει ο κ. Ιντζεσίλογλου, προσθέτοντας ότι «πλάκες από κιβωτιόσχημους τάφους χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της κρήνης στην πλατεία του Aγ. Γεωργίου».
Πολύ αξιόλογα δεδομένα προκύπτουν και από την περιοχή της πηγής της «Οβρηάς», κοντά στην οποία βρίσκονται μαρμάρινοι γωνιόλιθοι, που ανήκουν στη θεμελίωση ενός μικρού μάλλον κτιρίου, η χρονολόγηση του οποίου θα μπορούσε να αναχθεί στην αρχαιότητα. H υπόθεση αυτή υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι λίγο πιο κάτω, μέσα στο στενό ρέμα που έχει δημιουργηθεί από τη ροή του νερού της πηγής αλλά και των όμβριων υδάτων, υπάρχει πληθώρα κεραμικής και πλάκες που προέρχονται από κτίσματα που αποτελούν μάρτυρες της χρήσης του χώρου κατά την αρχαιότητα. Mέσα στο ίδιο ρέμα η ροή του νερού αποκάλυψε και μέρος μιας μικρής κυκλικής κατασκευής για την αρχαιότητα της οποίας δεν μπορούν να εγερθούν αμφισβητήσεις.
Σύμφωνα με την επισήμανση του κ. Ιντζεσίλογλου «είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς, τουλάχιστον προς το παρόν, η διάρκεια ζωής της αρχαίας πόλης που έχει εντοπιστεί στην περιοχή των Γλαφυρών. Για να εξάγουμε πιο ασφαλή συμπεράσματα θα πρέπει να αυξηθούν οι πληροφορίες για την αρχαία πόλη, γεγονός που είναι εφικτό μόνο με την πραγματοποίηση ανασκαφικών ερευνών, οι οποίες πιστεύουμε ότι θα θεμελιώσουν την πρώτη εντύπωση που έχουμε με τις μέχρι σήμερα πληροφορίες ότι η αρχαία πόλη στην Kάπουρνα ήταν η πιο σημαντική πόλη της περιοχής. Αν πρόκειται για τις Oμηρικές Γλαφυρές ή αν είχε ένα άλλο όνομα, καταλήγει ο κ. Ιντζεσίλογλου, η συγκεκριμένη αρχαία πόλη αποτελεί ένα από τα προβλήματα που θα πρέπει να βρει τη λύση του μέσα από τη μελλοντική αρχαιολογική έρευνα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου